Ωτοθεραπεία είναι η εξέταση, ανίχνευση και διέγερση συγκεκριμένων σημείων του πτερυγίου του αυτιού για τη διάγνωση και θεραπεία παθήσεων σε άλλα σημεία του σώματος. Η διέγερση των σημείων αυτών συνήθως γίνεται με βελόνες (ωτοβελονισμός), αλλά μπορεί επίσης να γίνει και με σπορίδια βακάριας, με ηλεκτρικό ρεύμα, με μαγνητάκια ή με laser.
Ο βελονισμός είναι παγκοσμίως μια από τις αρχαιότερες θεραπευτικές τεχνικές, που έχει τις ρίζες του στην αρχαία Κίνα. Μερικά από τα αρχαιότερα κείμενα της Κινέζικής Ιατρικής αναφέρουν βελονιστικά σημεία και τεχνικές μάλαξης ειδικά για το αυτί. Για την αντιμετώπιση οφθαλμολογικών προβλημάτων στα αρχαία χρόνια ενίοτε συνταγογραφούνταν χρυσά ή ασημένια σκουλαρίκια, για τη συνεχή θεραπευτική διέγερση σημείων του αυτιού. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται ακόμη σε διάφορες περιοχές ανά την υφήλιο, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρώπης. Οι Αρχαίοι Έλληνες και Αιγύπτιοι πίστευαν ότι η διέγερση του αυτιού μπορούσε να επηρεάσει την υγεία του ατόμου. Στην Ευρώπη του Μεσαίωνα διενεργούσαν χειρουργικές επεμβάσεις σε συγκεκριμένες περιοχές του αυτιού για να θεραπεύσουν την ισχιαλγία.
Στη σύγχρονη εποχή, η ωτοθεραπεία προωθήθηκε από τον Paul Nogier στη Γαλλία του 1950. Μετά από πειράματα ο Nogier σχεδίασε έναν χάρτη σημείων του αυτιού, που αντιπροσωπεύουν τα διάφορα όργανα και λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού. Πίστευε ότι στο πτερύγιο του αυτιού, που ομοιάζει σχηματικά προς ένα ανθρώπινο έμβρυο, αντιπροσωπεύονται τα διάφορα μέρη του σώματος, με το λοβό του αυτιού να αντιπροσωπεύει το κεφάλι. Ο Nogier θεωρούσε ότι διεγείροντας κάποια σημεία στο αυτί, τα αντίστοιχα όργανα του σώματος επηρεάζονταν δεχόμενα νευρικές ώσεις. Επίσης θεωρούσε ότι μετρώντας την ηλεκτρική αντίσταση στο δέρμα του αυτιού, θα μπορούσαν να εντοπιστούν προβλήματα στα εσωτερικά όργανα και έτσι η ωτοθεραπεία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση ασθενειών. Τόσο ο Nogier όσο και οι διάδοχοί του ωτοθεραπευτές σε Ευρώπη και Αμερική διεξήγαν επιστημονικά πειράματα και μελέτες στον ωτοβελονισμό, που κατέληξαν σε σημαντικά και απρόσμενα αποτελέσματα τόσο στη θεραπεία όσο και στη διάγνωση των διαφόρων παθολογιών.
Μετά τη λήψη ιστορικού και την κλινική εξέταση του ασθενούς, ο ωτοθεραπευτής προχωράει στην επισκόπηση του αυτιού τού ασθενούς αναζητώντας σημάδια, σπίλους, ευρυαγγείες κλπ. Στη συνέχεια προβαίνει στην ηλεκτρική ανίχνευση του αυτιού αναζητώντας συγκεκριμένα σημεία βελονισμού, τα οποία σημαδεύει. Τέλος, ανιχνεύει μηχανικά επώδυνα σημεία στο αυτί, με τη βοήθεια ανιχνευτή (palpeur) ο οποίος ασκεί συγκεκριμένη πίεση.
Μετά τον εντοπισμό των σημείων του αυτιού που πρόκειται να βελονιστούν, ακολουθεί ο βελονισμός τους, ο οποίος γίνεται με πολύ λεπτές βελόνες, που παραμένουν στα σημεία από λίγα λεπτά μέχρι και μισή ώρα περίπου. Σε κάποιες από αυτές τις βελόνες είναι δυνατό να εφαρμοστεί και ηλεκτρικός ερεθισμός με κατάλληλο μηχάνημα.
Μετά την αφαίρεση αυτών των βελόνων ακολουθεί ο βελόνισμός με τις λεγόμενες ημιμόνιμες βελόνες. Αυτές είναι πολύ μικρές βελονίτσες (μήκους 0,3 – 1,5mm) οι οποίες τοποθετούνται στα ίδια βελονιστικά σημεία και κολλούν στο αυτί με τη βοήθεια ενός μικρού στρογγυλού αυτοκόλλητου στο χρώμα του δέρματος. Εκεί παραμένουν για κάποιες εβδομάδες. Οι ημιμόνιμες βελόνες μπορούν να τοποθετηθούν και αμέσως μετά την ανίχνευση των σημείων.
Η πλειονότητα των ασθενών αναγνωρίζουν ότι ο ωτοβελονισμός είναι μια γενικά ανώδυνη θεραπεία με πολύ καλά αποτελέσματα. Μικρός πόνος προκαλείται σχεδόν αποκλειστικά κατά την ανίχνευση και τον βελονισμό των επώδυνων (νευροαντανακλαστικών) σημείων, τα οποία αποτελούν περίπου το 1/10 των σημείων που βελονίζονται σε έναν ασθενή. Ο πόνος που παράγεται σ'αυτά τα λιγοστά σημεία είναι γενικά πολύ καλά ανεκτός και συνήθως εξαφανίζεται αμέσως μετά την τοποθέτηση της ημιμόνιμης βελόνας. Σπανιότερα μπορεί να διαρκέσει έως 12 ώρες.
Καταρχήν ο ωτοβελονισμός είναι μια γρήγορη, οικονομική και πολύ αποτελεσματική μέθοδος ελέγχου του πόνου, η οποία δεν αλληλεπιδρά αρνητικά με άλλες θεραπείες και μπορεί να έχει μόνο θετική αθροιστική αναλγητική δράση.
Επίσης είναι σημαντική η συνεισφορά του στην απεξάρτηση από διάφορες έξεις όπως είναι το κάπνισμα, το αλκοόλ και το φαγητό.
Ακόμη, ο ωτοβελονισμός μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται στις ψυχικές παθήσεις όπως είναι η αγχώδης διαταραχή, οι κρίσεις πανικού, η κατάθλιψη κλπ. είτε ως μονοθεραπεία είτε συνηθέστερα επικουρικά. Για τον ίδιο λόγο σημαντική είναι και η συνεισφορά του στη θεραπεία παθήσεων που επηρεάζονται από την ψυχική σφαίρα, όπως είναι η σπαστική κολίτιδα, η ινομυαλγία, αλλεργικές καταστάσεις (π.χ. άσθμα, κνίδωση), εμμηνορυσιακές διαταραχές, κεφαλαλγίες κλπ.
Τι είναι η Φυσικοθεραπεία
Φυσικοθεραπεία είναι μια θεραπευτική προσέγγιση που βασίζεται σε φυσικά μέσα (κίνηση, φως, νερό, ηλεκτρικό ρεύμα) και βρίσκει εφαρμογή στην αποκατάσταση νευρολογικών παθήσεων, σε παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος, σε καρδιαγγειακές και αναπνευστικές νόσους. Σκοπός της φυσικοθεραπείας είναι η ανακούφιση του ασθενή από τον πόνο, η ενδυνάμωση των αδύναμων μυϊκών ομάδων και η αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ασθενούς. Η φυσικοθεραπεία μπορεί να λειτουργήσει είτε μεμονωμένα είτε συμπληρωματικά με άλλη θεραπεία. Συνηθισμένες πρακτικές της φυσικοθεραπείας είναι η κινησιοθεραπεία και οι χειρομαλάξεις, που συχνά συνδυάζονται με χρήση φυσικοθεραπευτικών μηχανημάτων όπως είναι οι διαθερμίες, οι ηλεκτρομαλάξεις οι υπέρηχοι κ.α.
Στην πρώτη επίσκεψη, ο θεράπων ιατρός λαμβάνει το ιστορικό του ασθενή και εξετάζει τον ασθενή κλινικά. Αξιολογεί τη βλάβη και επιλέγει το πρόγραμμα φυσικοθεραπείας που θα ακολουθηθεί. Η φυσικοθεραπεία εφαρμόζεται από εξειδικευμένο φυσικοθεραπευτή κατόπιν οδηγιών του ιατρού. Ο ιατρός επιβλέπει τη φυσικοθεραπεία και παρακολουθεί την πορεία του ασθενή πριν και μετά από κάθε συνεδρία.
Ενδεικτικά αναφέρονται παρακάτω οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι φυσικοθεραπείας
• Κρυοθεραπεία
• Θερμοθεραπεία
• Κινησιοθεραπεία
• Ηλεκτροθεραπεία
• Ηλεκτρικός διαδερμικός νευρικός ερεθισμός (TENS)
• Θεραπευτικη χειρομάλαξη
• Biofeedback
Η διάρκεια μιας συνεδρίας φυσικοθεραπείας ποικίλει ανάλογα με την πάθηση Συνήθως διαρκεί από από 30 έως 60 λεπτά, ενώ κάποιες φορές μπορεί να ξεπεράσει τα 90 λεπτά.
Ο αριθμός των συνεδριών συνήθως κυμαίνεται από 5 έως 15 και εξαρτάται κυρίως από την πάθηση. Πραγματοποιούνται 2-3 φορές την εβδομάδα.
Ο βελονισμός είναι μία θεραπευτική μέθοδος που έγκειται στην εισαγωγή στο δέρμα και στους μύες μικρής διαμέτρου βελόνων, οι οποίες παραμένουν για ορισμένο χρονικό διάστημα, με σκοπό την αντιμετώπιση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες που εξηγούν ένα μέρος του δραστικού του φάσματος και του μηχανισμού δράσης του. Πιο συγκεκριμένα, ο βελονισμός, στο επίπεδο του νωτιαίου μυελού, δρα στο μηχανισμό ελέγχου της πύλης του πόνου, καθώς και μέσω του σπλαγχνοδερματικού αντανακλαστικού και της εξισορρόπησης του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Επιπλέον, ο βελονισμός φαίνεται να επιδρά στα λειτουργικά κέντρα του εγκεφάλου, όπως αποδεικνύεται από σύγχρονες νευροαπεικονιστικες μέθοδους (fMRI, PET). Σε βιοχημικό επίπεδο, έχει αποδειχτεί πως δεκάδες είναι τα μόρια που επηρεάζονται με την είσοδο της βελόνας στο δέρμα, όπως νευροδιαβιβαστές, ορμόνες, ενδογενή οπιοειδή κλπ, τόσο τοπικά, όσο και συστηματικά. Η πολυεπίπεδη δράση του βελονισμού (τοπική, περιοχική -νωτιαίος μυελός-, κεντρική -εγκέφαλος-) έχει προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον των ερευνητών τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία και έχει αναγάγει τον βελονισμό σε ένα κοινώς αποδεκτό μέσο θεραπείας.
Ο βελονισμός αποτελεί μια ολιστική μέθοδο θεραπείας, ευρέως πλέον διαδεδομένη σε όλο το Δυτικό κόσμο. Η δράση του σε νοσήματα, τόσο οξέα όσο και χρόνια, είναι αποδεδειγμένη με εκτεταμένες κλινικές και εργαστηριακές έρευνες. Τα πλεονεκτήματα του πολλά:
Δίνει άμεση ανακούφιση στον οξύ πόνο.
Λειτουργεί ως αυτόνομη θεραπεία αλλά και συμπληρωματικά με άλλη αγωγή, ενισχύοντας τη δράση της.
Είναι ανώδυνη τεχνική και ασφαλής, χωρίς παρενέργειες.
Σημαντική είναι η συμβολή του και στις χρόνιες παθήσεις, όταν η φαρμακευτική αγωγή αδυνατεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα
Το γεγονός ότι ως μέθοδος δεν έχει παρενέργειες μπορεί να αποτελέσει τον αντίλογο στη μονοδιάστατη και υπέρογκη πολλές φορές χρήση της φαρμακοθεραπείας.
O βελονισμός λειτουργεί θεραπευτικά σε έναν μεγάλο αριθμό παθολογικών καταστάσεων. Παρακάτω αναφέρονται ενδεικτικά καποιες απο τις παθήσεις που έχει θέση ως θεραπευτικό μέσο ο βελονισμός, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), την Αμερικάνικη Ακαδημία Ιατρικού Βελονισμού (AAMA) και τη Βρετανική Εταιρία Ιατρικού Βελονισμού (BMAS).
Κυριολεκτικά όλοι οι άνθρωποι σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα βιώσουν πόνο κάποιου τύπου. Ο πόνος αυτός θα τους δημιουργήσει ποικίλου βαθμού ανικανότητα για άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα ή ακόμη και εφ'όρου ζωής. Η ανικανότητα και ο περιορισμός μπορεί να αφορούν τόσο στην κινητικότητα και τις δραστηριότητες του ασθενούς, όσο και στην ψυχολογία του με σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του.
Υπάρχουν πολλές μελέτες, ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι οποίες αναδεικνύουν ότι ο πόνος υποδιαγιγνώσκεται ή και υποθεραπεύεται. Αυτό συχνά οφείλεται στην απροθυμία ή και την ανικανότητα των ιατρών να κατευθύνουν σωστά τους ασθενείς, ώστε να βρουν λύση στο πρόβλημά τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις, που η πλήρης και οριστική αντιμετώπιση του πόνου είναι δύσκολη (όπως πχ σε νευροπάθειες) υπάρχουν τρόποι για να μειωθεί η ταλαιπωρία του ασθενούς και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής του. Για το λόγο αυτό η διαχείριση του πόνου γίνεται πλέον πολύπλευρα με τη βοήθεια πολλών επαγγελματιών υγείας, όπως είναι ιατροί, νοσηλευτές, ψυχολόγοι, φυσιοθεραπευτές και εργοθεραπευτές και άλλοι θεραπευτές εκπαιδευμένοι στην αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων.
Ο πόνος είναι ένα «χρήσιμο» σύμπτωμα χωρίς το οποίο δε θα είχε επιβιώσει το ανθρώπινο είδος στη διάρκεια των αιώνων. Πληροφορεί τον οργανισμό οτι κάτι βλαπτικό συμβαίνει σε κάποια θέση του σώματος. Αυτό όμως δεν ισχύει πάντα. Έτσι, οι βασικότερες κατηγοριοποιήσεις του πόνου είναι οι εξής:
Αλγαισθητικός, που είναι η απάντηση στην επίδραση βλαπτικού ερεθίσματος σε κάποια θέση του σώματος
Μη αλγαισθητικός, που εμφανίζεται χωρίς απαραίτητα να υπάρχει βλαπτικό ερέθισμα και που διακρίνεται σε νευροπαθητικό και ψυχογενή
Οξύς (που διαρκεί μέχρι την επούλωση της υποκείμενης βλάβης)
Χρόνιος (που εγκαθίσταται μετά την επούλωση της βλάβης)
Για την αντιμετώπιση του πόνου μπορούν να χρησιμοποιηθούν μη επεμβατικές και επεμβατικές θεραπείες. Στις μη επεμβατικές θεραπείες συμπεριλαμβάνονται τα φυσικά μέσα - όπως είναι η θερμοθεραπεία, η κρυοθεραπεία, η ηλεκτροθεραπεία , η θεραπευτική μάλαξη, η θεραπευτική άσκηση και η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους αποτελούν ο βελονισμός και ο ωτοβελονισμός, καθώς επίσης και η θεραπευτική έγχυση ουσιών (ενδομυϊκά, περιτενόντια, ενδοαρθρικά). Οι παραπάνω μέθοδοι πραγματοποιούνται στο ιατρείο, δεν είναι χρονοβόρες και δε χρειάζονται νοσηλεία, δηλαδή ο ασθενής μπορεί να συνεχίσει κανονικά το υπόλοιπο της ημέρας του.
Επί συγκεκριμένων ενδείξεων και μετά από αποτυχία των συντηρητικών μεθόδων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλες επεμβατικές μέθοδοι (επισκληρίδιες εγχύσεις, αποκλεισμοί νεύρων, απονεύρωση με την εφαρμογή ραδιοσυχνότητας, τοποθέτηση αντλίας έγχυσης φαρμάκων, τοποθέτηση νευροδιεγέρτη κ.α.) που απαιτούν εξοπλισμό και περιβάλλον χειρουργείου για να διενεργηθούν.
Σήμερα χρησιμοποιούνται και μελετώνται ποικίλες άλλες μέθοδοι για τη διαχείριση του χρόνιου πόνου, οι περισσότερες από τις οποίες εντάσσονται στο φάσμα των εναλλακτικών θεραπειών. Τέτοιες είναι η χειροπρακτική, η yoga, το shiatsu, το tai chi, ο διαλογισμός, η ύπνωση, η αρωματοθεραπεία, η βοτανοθεραπεία, η ομοιοπαθητική, τεχνικές χαλάρωσης και άλλες πολλές μέθοδοι, των οποίων η αποτελεσματικότητα είναι περισσότερο ή λιγότερο αποδεδειγμένη επιστημονικά.
Ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου σημαντική είναι η συμβολή του ψυχολόγου/ ψυχοθεραπευτή/ ψυχιάτρου κυρίως διαμέσου της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας.